10.31.2013

Εύη Γεροκώστα




Γνωρίσαμε την Εύη Γεροκώστα, πριν από ένα χρόνο περίπου, στην παρουσίαση του τελευταίου παιδικού της βιβλίου «Ο βάτραχος και το φιλί» στον πολυχώρο Μεταίχμιο
Μαμά και γιος αμέσως μαγευτήκαμε από την αφήγηση της και αφεθήκαμε να μας ταξιδέψει στις περιπέτειες του μικρού βατραχάκου, που παρέα με την φίλη του τη βατραχίνα, ανακαλύπτουν την αγάπη.

Άμεση και επικοινωνιακή προσεγγίζει με τον λόγο της μικρούς και μεγάλους, σαν τις νεράιδες των παραμυθιών!

Την καλωσορίζουμε στη παρέα του Mommy 's Fairytales και την ευχαριστούμε πολύ για την τιμή που μας έκανε.

Ας γνωρίσουμε καλύτερα την Εύη Γεροκώστα:
Η Εύη Γεροκώστα γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και λογοτεχνική μετάφραση στο Κέντρο Λογοτεχνικής Μετάφρασης του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών. Εργάστηκε σε οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος (Αρχέλων-Σύλλογος για την Προστασία της Θαλάσσιας Χελώνας, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία), στο ΕΚΕΜΕΛ-Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης Λογοτεχνίας και Επιστημών του Ανθρώπου, ενώ από το 2004 είναι υπεύθυνη του τμήματος εκπαιδευτικών προγραμμάτων στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ).
Έχει μεταφράσει πάνω από 30 βιβλία από τα γαλλικά.
Έχει εκδώσει τρία βιβλία για παιδιά («Πώς γεννήθηκαν τα όνειρα», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2010, εικ. Δήμητρα Ψυχογυιού, «Αστέρια στον πάτο της λίμνης», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2011, βραβείο «Πηνελόπη Μαξίμου» του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, εικ. Ανδρέας Κούρτης, «Ο βάτραχος και το φιλί», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013, εικ. Κατερίνα Χαδουλού), και ένα παραμύθι για ενήλικες («Μια μέρα που έγινε νύχτα», εκδόσεις Χριστάκης, 2013, εικ. Ανδρέας Κούρτης).
Μια κόκκινη κλωστή και μια πράσινη πέτρα την έφεραν στο δρόμο της αφήγησης. Αφηγείται επαγγελματικά από το 2003, σε μικρούς και μεγάλους, και παραστάσεις της φιλοξενούνται σε σχολεία, βιβλιοθήκες, βιβλιοπωλεία, μουσικές σκηνές, θέατρα, εκθέσεις βιβλίου, φεστιβάλ κ.α., στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το ρεπερτόριό της περιλαμβάνει ιστορίες προφορικής παράδοσης από τις τέσσερις γωνιές του κόσμου που άκουσε, διάβασε, ή μετέφρασε, κυρίως όμως ιστορίες που τη «διάλεξαν». Τα τελευταία χρόνια έχει αφοσιωθεί στην αφήγηση παραμυθογραμμένων ιστοριών της λογοτεχνίας. Άλλες απευθύνονται σε μικρούς, άλλες σε ενήλικες. Κάποιες τις έχει διαβάσει, άλλες τις έχει γράψει, άλλες της τις εμπιστεύονται οι συγγραφείς τους, πολλές φορές πριν ακόμα εκδοθούν. Μια άλλη προσέγγιση της λογοτεχνίας. Ιστορίες που σαγηνεύουν όσους τις ακούν, κυρίως όμως εκείνη...

....Και ορίστε τι απάντησε στις ΠαραμυθοΕρωτήσεις του Mommy's Fairytales:
1. Παραμύθι = Ψέμα; 
Τα παραμύθια, μέσα από το «ψέμα», μιλούν για τις μεγαλύτερες αλήθειες της ζωής. «Ψέματα είναι ή αλήθεια, έτσι είν’ τα παραμύθια», «Ούτε εγώ ήμουν εκεί ούτε εσείς να το πιστέψετε», «Παραμύθι μύθαρος και η κοιλιά σας πίθαρος». Οι παραμυθάδες ομολογούν ότι λένε ψέματα. Έτσι όσοι ακούν την ιστορία θα κατανοήσουν, με τον πιο ανώδυνο τρόπο, τα πιο σοβαρά ζητήματα: το θάνατο, τον αποχωρισμό, την ενηλικίωση, την προδοσία…
Τα παραμύθια είναι παραμυθία, παρηγοριά. Μας ταξιδεύουν σ’ έναν τόπο άτοπο και σ’ ένα χρόνο άχρονο. Στο «μια φορά κι έναν καιρό». Μας μαθαίνουν ν’ ακούμε –τα λόγια και τις σιωπές. Μας βοηθούν να μοιραζόμαστε, να ξεφεύγουμε από την καθημερινότητα. Μας μαθαίνουν να σχετιζόμαστε, να επικοινωνούμε σε μια γλώσσα αρχετυπική. Αυτή τη γλώσσα την καταλαβαίνουν, καλύτερα απ’ όλους, τα παιδιά.

2. Τι είναι για εσάς το παραμύθι;

Μια κόκκινη κλωστή. Ένα μονοπάτι με κόκκινα νηματόδεντρα από τη μια και από την άλλη. Ένα μονοπάτι που ξεκινά από το «μια φορά κι έναν καιρό...» και που δεν τελειώνει πουθενά. Σ’ αυτό το μονοπάτι, το χώμα, κάθε πέτρα, κάθε πλάσμα, όλα μιλούν τη γλώσσα των παραμυθιών. Όσοι περνούν από κει, στέκονται και ακούνε ιστορίες. Κι αφού βρουν αυτή που θα τους μαγέψει, δένουν στη μέση τους μια από τις πολλές άκρες της κόκκινης κλωστής, και δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν...
Από κάποια ηλικία και μετά, θυμάμαι τον εαυτό μου να ακούει ιστορίες –όχι απαραίτητα παραμύθια- και να μαγεύεται. Το 2000 παρακολούθησα ένα φεστιβάλ αφήγησης στο Παρίσι, όπου παραμυθάδες απ’ όλο τον κόσμο αφηγούνταν στη μητρική τους γλώσσα, χωρίς διερμηνεία. Δεν καταλάβαινα λέξη από τη γλώσσα τους, κατάλαβα όμως τις ιστορίες! Ήταν μαγικό αυτό που συνέβαινε, κι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα τη δύναμη του λόγου της αφήγησης. Τότε σκέφτηκα πως ίσως είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή να το δοκιμάσω κι εγώ. Από εκεί και πέρα πήραν όλα το δρόμο τους:  σεμινάρια, συμμετοχή σε φεστιβάλ και συνέδρια, μελέτη θεωρητικών βιβλίων για την αφήγηση, και, πάνω απ’ όλα, μοίρασμα ιστοριών και συνεργασία με άλλους παραμυθάδες.
Αφηγούμαι λαϊκά παραμύθια του κόσμου που άκουσα, διάλεξα, που έχω μελετήσει και αγαπήσει πολύ. Όσο για το κοινό… ο καθένας έχει δικές του προτιμήσεις και αντιρρήσεις. Είναι μάλλον ανέφικτο ο αφηγητής να ικανοποιήσει ένα ολόκληρο κοινό με μια αφήγηση. Το σίγουρο είναι ότι το κοινό αγαπά τις ιστορίες που πρώτος έχει αγαπήσει ο αφηγητής. Εξάλλου, τι περισσότερο είναι η αφήγηση από μοίρασμα ψυχής, επικοινωνία, διέξοδος από την ισοπεδωτική καθημερινότητα και, γιατί όχι, επιστροφή στις ρίζες μας, στο παλιό, εκεί όπου μια γλυκιά κουβέντα, ένα χαμόγελο ή ένα δάκρυ σήμαιναν τόσα όσα εμείς δεν μπορούμε να φανταστούμε καν; Η αφήγηση μας μαθαίνει ν’ ακούμε –τα λόγια και τις σιωπές. Οι αφηγητές είναι απλώς οι πομποί που, μ’ ένα χαμόγελο και μια ιστορία, ταξιδεύουν πρόσωπα αγαπημένα και άλλα, υποψήφια ν’ αγαπηθούν, για να γλυκαίνει λιγάκι η ζωή. Το κριτήριο, λοιπόν, ένα και μοναδικό: η επικοινωνία με το ίδιο το παραμύθι που «τυχαία» συναντά στο δρόμο του ο αφηγητής. Αν υπάρχει αυτό, ο καθένας μπορεί να αφηγηθεί, αρκεί να υπάρχει κάποιος που θέλει να τον ακούσει…

3. Τα παραμύθια αφορούν τα παιδιά ή τους ενήλικες;

Κάθε φορά που αφηγούμαι σε παιδιά, βλέπω πως νιώθουν ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει, κάτι ωστόσο που, ακόμα κι αν το ζουν για πρώτη φορά, δεν τους φαίνεται ξένο. Μιλάμε για δέντρα και τα βλέπουμε δίπλα μας. Μιλάμε για νεράιδες και ξέρουμε πως κάπου εκεί γύρω κρύβονται. Μιλάμε για πουλιά και τ' ακούμε να φτερουγίζουν. Μιλάμε για φωτιά και σχεδόν καιγόμαστε. Η μαγεία υπάρχει στα παιδιά, έτσι δεν χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια.
Με τους ενήλικες, τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά, αλλά αποδεικνύονται ίδια. Τα παραμύθια είναι μόνο για παιδιά, λένε πολλοί. Κι όμως, παλιά, τα παραμύθια ήταν μόνο για τους μεγάλους, και τα παιδιά κρυφάκουγαν.
Όλα τα παραμύθια είναι για όλους, απλώς κάποια παραμύθια είναι ιδανικότερα για συγκεκριμένες περιόδους της ζωής. 
Τα παραμύθια μιλούν για την ίδια τη ζωή. Και η ζωή δεν έχει ηλικία. Ο φόβος, η λύπη, η απώλεια, η χαρά, ο έρωτας, υπάρχουν στη ζωή όλων μας. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να βρούμε το δικό μας αγαπημένο παραμύθι, αυτό που θα μιλήσει στην καρδιά μας, να γνωρίσουμε έναν ήρωα που θα ξυπνήσει όσα κοιμούνται μέσα μας και θα τα ζωντανέψει. Έναν ήρωα που θα δει βαθιά μέσα μας και που ίσως καθορίσει την πορεία μας στη ζωή. Γιατί αυτός ο ήρωας ο «διαλεχτός», δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον εαυτό μας.

4. Παραμύθια Vs TV/ Internet (ή αλλιώς το παραμύθι στον σύγχρονο τρόπο ζωής)
Τα παιδιά δεν έχουν αντιστάσεις απέναντι στο παραμύθι. Μήπως όμως έχουν οι ενήλικες; Είτε από έλλειψη ποιοτικού χρόνου, είτε από έλλειψη αυτοπεποίθησης, οι ενήλικες δύσκολα παίρνουν την πρωτοβουλία να αφηγηθούν ή να διαβάσουν παραμύθια στα παιδιά. Η οθόνη λοιπόν κερδίζει;
Ας μην το βλέπουμε έτσι. Η τηλεόραση, το διαδίκτυο έχουν και πρέπει να έχουν θέση στη ζωή των παιδιών –το απαιτεί η εποχή. Αυτή η θέση όμως δεν πρέπει να μεγαλώνει ανεξέλεγκτα. Χρειάζεται όρια.
Ας κλείσουμε για λίγο την τηλεόραση ή τον υπολογιστή.
Ας σκεφτούν οι γονείς ιστορίες που σημάδεψαν τους ίδιους, που τους βοήθησαν να δουν τη ζωή με άλλη ματιά. Ας προσπαθήσουν να θυμηθούν τι ένιωσαν τη στιγμή που άκουσαν ή διάβασαν αυτή την ιστορία. Ας τη μοιραστούν με τα παιδιά τους κι ας το χαρούν.
Ας πούνε ιστορίες παντού: στη θάλασσα, στη βόλτα, σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού. Ας αφήσουν τα παιδιά να πουν τις δικές τους ιστορίες. Υπάρχουν εξαιρετικά βιβλία με παραμύθια. Το μόνο που έχει να κάνει ο ενήλικας είναι να τολμήσει να τα αναζητήσει, να βρει τις δικές του αγαπημένες ιστορίες και στη συνέχεια να τις μοιραστεί με τα παιδιά.
Και ξαφνικά η τηλεόραση δεν χρειάζεται να ανοίξει, ξαφνικά όλα γίνονται μαγικά, έστω και για λίγες στιγμές.
Η φαντασία των παιδιών υπάρχει και δεν σταματά να ταξιδεύει. Το ζήτημα είναι το ταξίδι να μην τελειώσει ούτε με την παιδική ηλικία, ούτε με την εφηβεία, ούτε με την ενηλικίωση. Τα παραμύθια είναι γενναιόδωρα, μπορούν να μας συντροφεύουν όσο εμείς τους το επιτρέπουμε.

5. Ποιο είναι το αγαπημένο σας παραμύθι;
Ένα λαϊκό παραμύθι από την Κρήτη, η «Τρουλίτα». Είναι ένα από τα πρώτα παραμύθια που αφηγήθηκα και που με μαγεύει ακόμα και σήμερα. Η ιστορία ενός άσχημου πουλιού που, μετά από πολλές δοκιμασίες, καταφέρνει να γίνει βασίλισσα. Ένα κόκκινο μήλο, τρία βασιλόπουλα, μια κουβέρτα φτιαγμένη από φύλλα και χόρτα, τρεις νεράιδες, ένας πετεινός, μια χρυσή κλωσσού με τα κλωσσόπουλά της, και πολλά-πολλά μαγικά ακόμα…

6. Με ποιον ήρωα παραμυθιού ταυτιζόσασταν όταν ήσασταν μικρός;
Η αλήθεια είναι ότι ήμουν από τα παιδιά που δεν άκουσαν πολλά παραμύθια -ίσως άλλωστε γι’ αυτό τα έχω αγαπήσει τόσο πολύ τώρα. Ήμουν παρόλα αυτά τυχερή γιατί είχα πάντα γύρω μου βιβλία, που κάλυπταν κάπως το κενό της αφήγησης. Θυμάμαι λοιπόν ένα κλιμακωτό παραμύθι που όλοι γνωρίζουμε, το «Ντίλι-ντίλι». Από μικρή με εντυπωσίαζε το πόσο τραγουδιστό και διασκεδαστικό ήταν, και ταυτιζόμουν με την κόρη που κεντούσε το μαντήλι κάτω από το φως του καντηλιού…

7. Αφιερώστε ένα παραμύθι στο Mommy's Fairytales και τους αναγνώστες του.
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας την πρώτη ιστορία που έγραψα. Μια ιστορία που ξεκίνησε από ένα… όνειρο! Εκείνη την περίοδο –αρκετά χρόνια πριν- κρατούσα ημερολόγιο ονείρων. Είχα στο κομοδίνο μου ένα μικροσκοπικό τετράδιο και, κάθε φορά που ξυπνούσα μέσα στη νύχτα ή το πρωί, σημείωνα ό,τι θυμόμουν από τα όνειρά μου. Ένα πρωί λοιπόν έγραφα, έγραφα, έγραφα… μέχρι που κατάλαβα ότι έγραφα μια ιστορία! Και να που έγινε βιβλίο, το πρώτο μου βιβλίο…


Στις πέτρες που μιλούν και λένε τις πιο μαγικές ιστορίες

Κάποτε, σ’ έναν ουρανό μακρινό, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, το Σύννεφο αγάπησε πολύ τον Ήλιο. Κάθε μέρα του έφερνε δώρα πολύτιμα: χρυσόσκονη, που την έκλεβε από τις ζωηρές χρυσόμυγες, για να φαίνεται πιο λαμπερός· ροδόνερο, από τα πιο σπάνια τριαντάφυλλα, για να φορά το πιο δροσερό άρωμα· ρουμπίνια κατακόκκινα –όχι από κείνα τα ψεύτικα –που τ’ άρπαζε από τα ξωτικά που ζούσαν πέρα από την άκρη του ουράνιου τόξου, για να στολίζεται.
Το Σύννεφο ζούσε ευτυχισμένο έτσι. Δεν επιθυμούσε τίποτε άλλο στη συννεφένια ζωή του. Μεγάλωνε. Μαζί μεγάλωνε κι η αγάπη του. Κι ο Ήλιος, όλο καμάρωνε. Τι τύχη κι αυτή, να τον αγαπούν τόσο. Μάτι δεν έκλεινε. Έμενε εκεί, στη μέση τ’ ουρανού, στιγμή να μη χάνει το θαυμασμό και τα παινέματα της φύσης…
Μια μέρα, η κυρά του καλοκαιριού, η Ζέστη, καλημέρισε τον Ουρανό, τον Ήλιο και τα σύννεφα. Ο Ήλιος δεν γύρισε να την κοιτάξει καν· δεν τα πήγαινε καλά μαζί της, γιατί τον έκανε να ιδρώνει, να βαραίνει· τότε άρχιζε να στέλνει καυτές πορτοκαλιές αχτίδες στον κόσμο, κι οι άνθρωποι ένιωθαν την ανάσα τους να κόβεται, τα ζώα αγκομαχούσαν, τα λουλούδια κρύβονταν μέσα στα πέταλά τους.
Η Ζέστη οργίστηκε με την αδιαφορία του Ήλιου: τον απείλησε πως με τη δύναμή της μπορούσε να λιώσει τα πάντα, μπορούσε να τον κάνει εχθρό τρομερό και μισητό στους ανθρώπους, στα ζώα, στον κόσμο ολόκληρο.
Ακούγοντας αυτά, το Σύννεφο φοβήθηκε για τον αγαπημένο του. Για να τον γλιτώσει από τη Ζέστη, σκέφτηκε να τον κρύψει στη συννεφένια αγκαλιά του. Να φτάσει πολύ κοντά του και να του χαρίσει τη δροσιά του. Να σταματήσει να βρέχει, μια για πάντα. Θα έχανε τη μοναδική αποστολή που είχε πάνω στη γη, να δροσίζει τον κόσμο. Έπρεπε να διαλέξει… και διάλεξε να θυσιαστεί για τον Ήλιο· τόσο μεγάλη ήταν η αγάπη που γέμιζε τη συννεφένια του καρδιά.
Τον πλησίασε δειλά· ήταν πια πολύ κοντά του· δίχως να το σκέφτεται άλλο, τον αγκάλιασε σφιχτά. Είχε βρει επιτέλους το θάρρος ν’ αγκαλιάσει αυτόν που αγαπούσε, να του δείξει ότι όλα είναι δυνατά…
Κι ο Ήλιος; Ο Ήλιος έσπρωξε το Σύννεφο μακριά, λέγοντάς του πως η αγκαλιά του έκρυβε τη μοναδική ομορφιά του. Δεν το είχε ανάγκη, ποτέ δεν θα το αγαπούσε.
Το Σύννεφο ένιωσε ξαφνικά αδύναμο· η ανάσα του χανόταν. Είχε χάσει τα πάντα: τις σταγόνες βροχής που κάποτε μοίραζε απλόχερα, τον αγαπημένο του, τ’ όνειρό του, όλα… Το «ποτέ» που άκουσε απ’ τον Ήλιο έγινε χαλί ανθισμένο· το Σύννεφο ξάπλωσε πάνω του κι εκείνο άρχισε να πετάει και να φεύγει μακριά, πολύ μακριά...
Πέρασε καιρός, έφυγε το καλοκαίρι. Ήρθε το φθινόπωρο, ο χειμώνας, η άνοιξη, άλλο καλοκαίρι... πέρασαν κι αυτά. Κι ο Ήλιος εκεί, στη μέση τ’ ουρανού, να βλέπει τις μέρες να περνούν και να πετούν μακριά. Όλοι τον παίνευαν, τον φρόντιζαν… Μα γιατί ξάφνου όλα τούτα έμοιαζαν πιο λίγα, πιο ασήμαντα, πιο… ψεύτικα; Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, μέχρι που κατάλαβε. Του έλειπε το Σύννεφο…
Όχι τα δώρα του μα η αγάπη του, η παρέα του, η έγνοια του, ακόμα κι εκείνη η μία και μοναδική αγκαλιά του.
Άρχισε να το ψάχνει. Ρωτούσε παντού τι είχε απογίνει εκείνο το συννεφάκι που ‘χε τολμήσει να τα βάλει με τη Ζέστη. Κανείς δεν ήξερε. Έψαξε κι άλλο, ρώτησε άλλα σύννεφα, άλλους ουρανούς. Τίποτα…
Στάθηκε για λίγο. Έγινε τότε κάτι, κάτι που έκανε όλο τον κόσμο ν’ αλλάξει. Αποκοιμήθηκε. Για πρώτη φορά στην ιστορία της πλάσης, ο Ήλιος έκλεισε τα μάτια του -από κούραση ή λύπη, ποιος ξέρει- και κρύφτηκε πίσω από ένα βουνό, για ώρες πολλές. Κι εκεί, ο ν ε ι ρ ε ύ τ η κ ε. Για πρώτη φορά κι αυτό. Ονειρεύτηκε πως ταξίδευε παρέα με το Σύννεφο, πως σεργιανίζανε μαζί απέραντους ουρανούς· δεν μιλούσαν πολύ, μονάχα κοιτάζονταν, χαμογελούσαν και πήγαιναν, ολοένα και πιο μακριά…
Για ώρες κοιμήθηκε ο Ήλιος. Μόλις ξύπνησε, έψαξε στο πλάι του το Σύννεφο. Τίποτα. Κατάλαβε τότε πως δεν μπορούσε να το έχει κοντά του, μπορούσε όμως να το συναντά κάθε φορά που θα έκλεινε τα μάτια του… Και θα τα έκλεινε κάθε μέρα, για να θυμάται πώς έμοιαζαν τα κατακόκκινα ρουμπίνια, το δροσερό ροδόνερο, η λαμπερή χρυσόσκονη και η μικρή συννεφένια αγκαλιά...
Ο Ήλιος έμαθε να κοιμάται για να μάθει να ονειρεύεται.
Τέτοια χαρά όμως δεν θα την κρατούσε για τον εαυτό του. Σ’ όλους το ’πε το μυστικό του, σ’ όλα τα πλάσματα της γης. Τους έμαθε να πλαγιάζουν την ώρα που έσβηνε το φως του, κι άρχισε να γεμίζει ο κόσμος εικόνες και χρώματα και μυρωδιές…
Έτσι, κάπου μέσα στη νύχτα και τη σιωπή, γεννήθηκαν τα πρώτα όνειρα των ανθρώπων...









Δεν υπάρχουν σχόλια: