10.31.2013

Ο ποντικός και η θυγατέρα του



Κόκκινη κλωστή κλωσμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ' της κλότσο να γυρίσει, παραμύθι ν' αρχινίσει.
Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα στην αφεντιά σας!

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας ποντικός που είχε μιαν όμορφη θυγατέρα. Όσο μεγάλωνε η θυγατέρα του, τόσο περισσότερο ομόρφαινε κι ο ποντικός καμάρωνε και ήταν όλο περηφάνια.
Κι ήρθε η ώρα κάποτε να την παντρέψει. Μα δεν καταδεχότανε να της δώσει για άντρα ποντικό. "Τέτοια είναι η ομορφιά της", έλεγε "που της αξίζει καλύτερος γαμπρός". Κι εκεί που συλλογιότανε σε ποιον να τη δώσει, βλέπει τον Ήλιο να λάμπει. "Να γαμπρός για το κορίτσι μου", είπε και χωρίς να χάσει καιρό, κινάει για το παλάτι του ήλιου.
Φτάνει στο παλάτι του Ήλιου, τον βλέπει κα του λέει: "Ήλιε την παίρνεις τη θυγατέρα μου γυναίκα; Είναι τόσο όμορφη και δεν θέλω να τη δώσω σε άλλονε. Μονάχα σε 'σένα ταιριάζει, έτσι λαμπερός και δυνατός που είσαι!"
"Ax", τ' αποκρίνεται ο Ήλιος, για να τον ξεφορτωθεί, "Δεν είμαι 'γω, όπως με θαρρείς, δυνατότερος απ' όλους στον κόσμο, βλέπεις εκείνο το Σύννεφο; Άμα με σκεπάσει, σκοτεινιάζω και χάνομαι. Τίποτα δεν μπορώ να του κάμνω. Σύρε σ' αυτό και δίχως άλλο, θα πετύχεις".
Τι να κάμνει ο καημένος ο ποντικός, σηκώνεται, πάει στο Σύννεφο και του λέει: " Έχω μιαν όμορφη θυγατέρα και θέλω να την παντρέψω, να τη δώσω στον πιο καλό και πιο δυνατό σε τούτο τον κόσμο, την παίρνεις γυναίκα σου;" Μα και 'κει σκούρα τα βρήκε. "Βλέπεις τον Βοριά;" τ' αποκρίνεται το σύννεφο, "όταν αυτός αρχίσει να φυσάει, διαλύομαι και γίνομαι χίλια κομμάτια, τίποτα δεν είμαι πια. Σύρε στο Βοριά".
Πάει ο ποντικός στο Βοριά και λέει και σε αυτόν τα ίδια και ο Βοριάς για να μην τον κακοκαρδίσει, τ' αποκρίνεται: "Μετά χαράς καημένε ποντικέ θα την έπαιρνα την όμορφη τη θυγατέρα σου, μα δεν είμαι εγώ, όπως με θαρρείς, ο πιο δυνατός. Πέρα κει είναι ένας πύργος, χρόνια τώρα φυσάααω, φυσάααω και δεν μπορώ να τον ρίξω κάτω. Σύρε σ' αυτόν και χωρίς άλλο θα βρεις τον γαμπρό που ζητάς".
 Τι να κάνει ο ποντικός κινάει για τον Πύργο. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, κάποτε φτάνει. Βλέπει τον Πύργο να στέκεται περήφανος και καταστολισμένος. " Έχω μιαν όμορφη θυγατέρα, που πολύ την αγαπώ", του λέει, "την παίρνεις γυναίκα, εσύ που 'σαι ο πιο δυνατός απ' όλους;" Βγαίνει τότε ο άρχοντας του Πύργου, καβάλα στο μαύρο του άλογο και του λέει: "Ποντικέ, Ποντικέ, ακούς μια βουή; Τι θαρρείς πως είναι; Αντρειωμένα θεριά, ποντικοί είναι, που κατατρώνε τον Πύργο και κοντεύουν να τον ρίξουν κάτω. Απ' τους ποντικούς, καημένε μου, άλλοι περισσότερο δυνατοί και αντρειωμένοι, δεν είναι στον κόσμο! Μην ακούς κανένα και σύρε να βρεις ένα παλικάρι ποντικό για την καλή σου θυγατέρα".
Χάρηκε ο Ποντικός κι έγινε η καρδιά του περιβόλι. Διάλεξε τότε ανάμεσα από όλους τους ποντικούς, τον πιο όμορφο κι αντρειωμένο Ποντίκαρο και του 'δωκε τη θυγατέρα του. Και ντύθηκαν νύφη και γαμπρός κι όλοι τους καμαρώνανε, κι όργανα, τούμπανα, χαρές μεγάλες, εγίνηκαν οι γάμοι! Σαράντα μέρες παίζανε πίπιζες, κλαρίνα και νταούλια. Σαράντα μέρες, γλέντια και χαρές και τρώγανε και πίνανε και λέγανε τραγούδια. Κι όλες τις μέρες χόρευαν κι έσυραν όλοι το χορό. 

Πέρασα κι εγώ από κει και μου δωκαν μια κουταλιά φακή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: