6.12.2013

Το φιδάκι

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας γέρος και μια γριά. Ζούσαν ήσυχα σ' ένα μικρό χωριουδάκι. Μια μόνο μεγάλη στεναχώρια τους έτρωγε: είχανε μείνει μαγκούφηδες, δεν είχαν αξιωθεί να κάνουνε παιδιά.
Κάθε μέρα παρακαλούσαν το Θεό να τους στείλει ένα παιδί κι ας ήταν και φιδάκι!
Και να που κάποτε απόκτησαν αυτό που τόσο λαχταρούσαν. Ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους και τους έστειλε ένα παιδί, ένα φιδάκι!
Δεν τους ένοιαξε που ήτανε φιδάκι. Τ'αγαπούσαν πολύ. Το πρόσεχαν σαν τα μάτια τους. Ολημερίς φρόντιζαν να μην του λείπει πράμα...
Το φιδάκι σιγά-σιγά μεγάλωσε. Έτσι, χωρίς αν το περιμένουν οι γερόντοι, τους άφησε μια μέρα και πήγε στο βουνό.
Η μάνα του ήταν απαρηγόρητη. Έκλαιγε συνέχεια και γύρευε. Το ίδιο κι ο πατέρας του. Μα ίντα μπορούσαν να κάμουν;
Μια μέρα ο γέρος πηγαίνει στο βουνό να 'βρει λάχανα. Κει που 'σκυψε να βγάλει το πρώτο λάχανο, βλέπει το παιδί του, το φιδάκι του, να βγαίνει από μια τρύπα.
-Καλώς τονε τον πατέρα μου, καλώς τονε τον πατερούλη μου!φώναζε ενθουσιασμένο και χτυπούσε την ουρίτσα του χαρωπά.
Το γέρο τον πήρανε τα κλάματα.
-Γιάντα κλαις πατέρα μου;
Ο γέρος έπιασε να χαϊδεύει το φιδάκι.
-Κλαίω, παιδί μου, απ' τη χαρά μου που σε ξανά 'δα. Δεν περίμενα να σ΄ανταμώσω... Γιάντα έφυγες απ' το σπίτι μας; Δε σε προσέχαμε, δε σ' αγαπάγαμε κατά πως πρέπει; Η κακορίζικη η μάνα σου κλαίει μέρα-νύκτα, που σε 'χασε. Γρήγορα θα πεθάνει απ' τον καημό της...
-Μα γιάντα κλαίει η μάνα μου; Τάξε δεν ξέρει πως τα φιδάκια ζούνε στο βουνό; Εδώ είμαι 'γω ευτυχισμένο... και πρέπει κι εσείς να 'στε χαρούμενοι με την ευτυχία μου...
-Παιδάκι μου, κατέχουμε το πως εδώ είναι το βασίλειο σου. Μα να, πως να ζήσουμε δίχως σου; Εσύ ήσουν η χαρά μας...
-Πάρε τούτο το ποτήρι, πατέρα μου, να το κρατείς στη μάνα μου. Και να της πεις να μη στεναχωριέται. Ό,τι επιθυμήσει να το ζητά στο ποτήρι και το ποτήρι θα της βγάνει. Και μη λησμονείτε πως πάντα σας σκέφτομαι....
Παίρνει ο γέρος το ποτήρι που άστραφτε και θάμπωνε τα μάτια του.
Ευχαρίστησε το φιδάκι, αποχαιρετίστηκαν και κίνησε για το σπίτι του.
Έφτασε κει πολύ γρήγορα, σαν να ΄χε βάλει φτερά στα πόδια του.
Βρήκε τη γριά του καθισμένη στην πρασιά, σκυφτή και συλλογισμένη.
-Το και το γυναίκα. Βρήκα το παιδάκι μας στο βουνό. Είναι μια χαρά, ένα καμάρι. Να, μου 'δωσε κι αυτό το ποτήρι να σου φέρω. Ό,τι πεθυμήσεις να το ζητάς στο ποτήρι κι αυτό θα σου το δίνει αμέσως. Μου 'πε και να μη στεναχωριέσαι, γιατί ζει ευτυχισμένο εκεί πέρα. Μας σκέφτεται κι εμάς, δε μας λησμόνησε...
Η μητέρα χάρηκε πολύ για το δώρο του παιδιού της, μα πιότερο χάρηκε που 'μαθε ότι ήτανε καλά.
Καθίζουνε το μεσημέρι οι γερόντοι στο τραπέζι. Πιάνει η γριά το ποτήρι και του λέει:
-Φέρε μας ποτήρι καλά φαγητά!
Μεμιάς το τραπέζι γεμίζε απ' του κόσμου τα καλά. Θες κρεατικά, θες μεζέδες, θες σαλάτες και φρούτα, θες γλυκά; όλα τα 'χε. Βασιλικά φάγαν οι γερόντοι.
Την άλλη μέρα θέλανε καλά ρούχα. Λένε πάλι στο ποτήρι:
-Βγάλε μας ποτηράκι καλά ρούχα!
Αμέσως τους παρουσιάστηκαν δυο λαμπρές φορεσίες, που ούτε στα όνειρά τους δεν είχανε δει! Ντυθήκανε και καμαρωτοί - καμαρωτοί βγήκανε για σεριάνι.
Ό,τι ήθελαν κάθε μέρα, το ζητούσανε απ' το ποτήρι και γινότανε.
Ζούσανε όμορφα με τις μικρές τους πολυτέλειες...
Κάποια φορά λέει ο γέρος στη γριά του:
-Ξέρεις τι σκέφτηκα γυναίκα; Εμείς έχομε τώρα όσα φαγητά θέλουμε. Δεν κάνει να καλέσουμε και το γείτονα να τρώει μαζί μας; Φτωχός άνθρωπος είναι ο κακομοίρης...
-Να τόνε καλέσουμε γέρο μου, να τόνε καλέσουμε!
Πάει ο γέρος αμέσως και τόνε καλεί. Από τότε και πέρα ο γείτονας έτρωγε κάθε μέρα μαζί τους.
Έλεγαν στο ποτήρι: "Βγάλε ποτηράκι φαγητά! " και τότε αυτό γέμιζε το τραπέζι τους μ' όλου του κόσμου τα καλά. Τρώγανε βασιλικά και τους περίσσευαν κιόλας.
Κάποτε όμως, ο γείτονας έβαλε κακό στο νου του. "Γιάντα να 'χει ο γείτονας το ποτήρι και να μην το 'χω εγώ;", συλλογιότανε.
Έτσι, μια μέρα που ο γέρος με τη γριά του είχανε βγει έξω, μπήκε κείνος στο σπίτι και το πήρε..
Σαν γύρισαν οι γερόντοι στο σπιτάκι τους κι είδαν να λείπει το δώρο του παιδιού τους, τα 'χασαν. Μαύρισε η καρδιά τους. Κι ίντα θα γενούν τώρα που ο γέρος δεν μπορούσε πια να δουλεύει; Το 'νιώσαν πως το ποτήρι τους το είχε πάρει ο γείτονας, μα και τι μ' αυτό; Μήπως θα τους το 'δινε πίσω;
Μια και δυο λοιπόν, ξεκινάει πάλι ο γέρος για το βουνό. Παίρνει πάλι μαζί του το μαχαιράκι του να πα κόψει λάχανα. Φτάνει στο γνωστό μέρος και σκύβει να βγάλει το πρώτο λάχανο.
Να σου πετιέται πάλι το φιδάκι.
-Καλώς τονε τον πατέρα μου, καλώς τονε τον πατερούλη μου!
-Ώρα σου καλή παιδί μου. Πολύ χαίρομαι που σε ξαναβλέπω...
-Μα συ πατέρα μου είσαι πολύ στεναχωρημένος. Τι σου συμβαίνει;
-Ίντα να σου πω παιδί μου!Το και το!  Πάει το ποτηράκι μας, μας το 'κλεψε ο γείτονας και τι θ' απογίνουμε εδά;
-Μην κακοκαρδίζεσαι πατέρα και θα σας το δώσει πάλι. Να, πάρε τούτον τον κόπανο και πήγαινε στο σπίτι του γειτόνου σου. Ζήτησέ του το πάλι κι αν δεν θέλει να του το δώσει, πες στον κόπανο: "Ντουκ κοπανάκι μου!". Αυτό θα τον κάμει να σας το δώσει.
Αποχαιρετά ο γέρος το παιδί του με πολλές ευχές και κινά για το χωριό.
Φτάνει και πάει γραμμή στο σπίτι του γειτόνου. Τόνε βρίσκει και του λέει θαρρετά:
-Γείτονα, ντροπή 'ναι να μαλώσουμε. Δώσε μου πίσω το ποτήρι που μας πήρες.
-Σάλευε στη δουλιά σου γείτονα, τον΄αποπήρε ο άλλος. Εγώ το ποτήρι σου δεν το πήρα!
Τότε κι ο καλός γέρος δε χάνει καιρό και λέει στο κοπανάκι: "Ντουκ κοπανάκι μου!".
Εκεί να δεις τι έγινε! Το κοπανάκι άρχισε να δέρνει το γείτνα και σταματημό δεν είχε. Πάρε κι αυτή, πάρε και τούτη, σου τον έκανε μαύρο στο ξύλο.
-Σταμάτα, θα σου δώσω το ποτήρι, φώναξε σε μια στιγμή. Όχι άλλο ξύλο...
Το κοπανάκι άμεσως σταμάτησε το ξυλοφόρτωμα. Ο γείτονας έτρεξε αμέσως κι έφερε το αστραφτερό ποτήρι.
-Πάρε το γέρο και συχώρα με τον κακομοίρη...
Ο γέρος πήρε το ποτηράκι του, είπε στο γείτονα ότι τα ξέχασε κιόλας και τράβηξε στο σπίτι του. Από τότε έζησε καλά μαζί με τη γριά του, χωρίς καμία στέρηση. Πότε-πότε, κούτσα-κούτσα ανηφόριζαν κι οι δυο μαζί στο βουνό και ψάχνανε το φιδάκι τους. Κι αυτό πάντα από κάποια τρύπα ξεπρόβαλε, τους χαιρετούσε και γέμιζε τις καρδιές τους χαρά....

Δεν υπάρχουν σχόλια: