6.11.2013

Της λεμονιάς η θυγατέρα

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα βασιλιάς και μια βασίλισσα. Είχανε κι ένα μοναχογιό. Αυτό το βασιλόπουλο είχε καλή καρδιά και του άρεσε να βρίσκεται με τους φτωχούς και με τους παρακατιανούς ανθρώπους.
Κάποτε επήγαινε στο κυνήγι. Στη στράτα του απάντηξε μια γρα. Περνούσε από μπροστά της και για να μη τη χτυπήσει, έσυρε τα χαλινάρια του αλόγου του. Μα όσο κι αν επολέμησε, η ουρά του αλόγου ακούμπησε λιγάκι στη μούρη της γρας. Αυτή εμάνισε και του 'πε:
-Την κατάρα μου να 'χεις και να πάρεις γυναίκα σου της λεμονιάς τη θυγατέρα.
Το βασιλόπουλο δεν είπε πράμα, τράβηξε για τη δουλειά του. Στο νου του όμως ήτανε η κατάρα της γρας. Δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Μια μέρα αποφασίζει να πα γυρεύει τη θυγατέρα της λεμονιάς. Αποχαιρετά τη μάνα και τον κύρη του, φεύγει....
Επήγαινε, επήγαινε και σε μιαν εξώργιά θωρεί μια γρα που πάλευε ν' ανάψει το φούρνο της. Εστάθηκε και την περιγαζότανε. Σαν έκαψε καλά ο φούρνος, πολεμούσε η γρα να τον πανίσει με την ποδιά της. Το βασιλόπουλο τη λυπήθηκε. Έβαλε μάνι-μάνι το γιλέκο του κι επάνισε το φούρνο κι εφούρνισε και τα ψωμιά.
Η γρα ευχαριστήθηκε και τον ρώτηξε:
-Σαν ίντα χάρη θέλεις να σου κάμω εδά παλικάρι μου;
-Ίντα σου περνά τουλογουσου, κερά μάνα, που εγώ πάω να γυρεύω της λεμονιά τη θυγατέρα;
Τότες η γρα του μολόγησε πως ήτανε δράκισσα κι αν δεν της είχε καλομιλημένα, θα τον έτρωγε. Μα τώρα τη σκλάβωσε με τον αρχοντικό του τρόπο και δεν μπορεί να του κάμει κακό.
-Άντε θα σε βοηθήσω σε τούτη τη μπελαλίδικη δουλειά που 'βαλες ομπρός σου. Πρέπει όμως να μ' ακούσεις καλά. Ο ανηψιός μου ο δράκος, βλέπει το απάτητο περβόλι που 'χει μέσα τη λεμονιά. Σα θες να πας, πολύ θα τυραννίστεις. Μα να το κατέχεις, τυχερό σου είναι και θα την πάρει της λεμονιάς τη θυγατέρα. Ακούς;
-Ακούω κερά μου, ορμήνεψε με, είπε με αγωνία το βασιλόπουλο.
-Έμπα σε κείνο το χωράφι και πάρε δέκα αρνιά μεγάλα και δέκα μικρά να τα σέρνεις μαζί σου. Στη στράτα σου θ' απαντήξεις ένα σπαρμένο. Οι κεφαλές δε θα 'ναι στάρι, μόνο θα 'ναι διαμαντόπετρες. Να μην κόψεις ούτε μια κεφαλή. Μόνο να σφαλίσεις τα μάτια σου, να μη σε θαμπώσει η λαμπιράδα. Στην άκρη του κάμπου θα βρεις ένα λιοντάρι. Να του πετάξεις να φάει τα δέκα μεγάλα αρνιά κι απέ να τρέξεις με τ' άλογο σου να εξαφανιστείς. Θα φτάξεις σ' έναν ποταμό που πίσω του ορθώνεται ένα βουνό. Θα περάσεις τον ποταμό, θα περάσεις και το βουνό και θα φτάσεις σ' ένα καμπουλάκι. Ούτε να το βάλει ο νους σου πως εκουράστηκες. γιατί θα σηκωθεί σκόνη πολή, θα σταβώθούνε τα μάτια σου και δε θα μπορείς να συνεχίσεις. Σα φτάξεις στο καμπουλάκι, θα δεις ένα μεγάλο καταπράσινο περβόλι γεμάτο πορτοκαλιές με ολόχρυσα πορτοκάλια. Πάλι να κάνεις πως δεν τις θωρείς. Αναμεσός στις πορτοκαλιές είναι μια μικρούλα λεμονιά με τρία λεμονάκια. Τη λεμονιά βέβαια τη φυλαει ο ανηψιός μου ο δράκος. Αν δεις κι έχει σφαλιχτά τα μάτια του, είναι ξύπνητός και να πανα κρυφτείς να μη σε καταλάβει.
Αν δεις και είναι ανοιχτά τα μάτια του, κοιμάται. Κάμε τότε ξέγνοιαστος τη δουλειά σου. Να κόψεις γερά-γερά και τα τρία λεμονάκια. Σαν κόψεις τα λεμόνια να φύγεις και να 'χεις έτοιμα τα δέκα αρνάκια να τα πετάξεις πάλι του λιονταριού. Από κει και πέρα δεν έχει να φοβάσαι. Μονάχα να μην κόψεις λεμόνι, αν δεν είσαι κοντά σε νερό...
Άκουσε το βασιλόπουλο αυτά που του 'πε η γρα. Την ευχαρίστησε, πήρε τ' άλογο του, πήρε και τ΄αρνάκια και εκίνησε.
Πήγαινε μέρες. Μεροξημερωνόταν στις στράτες. Πέρασε τον κάμπο με τα στάχυα, πέρασε το λιοντάρι, πέρασε τον ποταμό και το βουνό, βρίσκει στο τέλος το περβόλι. Έκανε κατά γράμμα ό,τι τον είχε ορμηνέψει η γρα. Έκοψε τα λεμονάκια του κι έφυγε γρήγορα. Αφού είχε περάσει και το λιοντάρι, έφτασε πια σ' ένα ξέφωτο αποκαμωμένος, Δεν έκανε άλλο υπομονή. Κόβει το ένα λεμόνι. Μεμιάς πετιέται από μέσα μια όμορφη κοπελιά.
-Διψώ, του λέει.
Δεν είχε βέβαια νερό να της δώσει κι ίσαμε ν' ανοιγοσφαλήξει τα μάθια του, πέφτει χάμω ξερή. Το βασιλόπουλο θλιμμένο πήρε πάλι το δρόμου.
Πήγαινε, πήγαινε και θωρεί απ' αλάργο μαι μαρμαρένια πλάκα. Βάνει ο νους του πως είναι βρύση, κόβει και δεύτερο λεμόνι. Βγαίνει μαι ομορφότερη κοπελιά και λέει πάλι "διψώ". Τρέχει αυτός στην πλάκα μα η πηγή ήταν στερεμένη. Πεθαίνει έτσι κι η δεύτερη κοπελιά.
Από τη στεναχώρια του έσερνε το βασιλόπουλο τα μαλλιά της κεφαλή του.
-Α, δεν ξανακάνω άλλο λάθος. Θα περιμένω να φτάξω στην κρύα βρύση μας που παίρνουνε νερό οι σκλάβες του παλατιού, συλλογίστηκε.
Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, φτάνει κάποτε στην κρύα βρύση. Γεμίζει νερό το χρυσό τάσι του και κόβει το λεμόνι. Πετιέται πάλι μια ακόμη πιο όμορφη κοπελιά. Της δίνει νερό και πίνει.
Ευχαριστήθηκε πολύ το παλικάρι που είχε δική του πια τη θυγατέρα της λεμονιάς και σκέφτηκε πως τς πρέπουνε μεγάλες δόξες.
-Ανέβα δα κερά ου σε τούτο το δέντρο, μα μη σε τρώει ο ήλιος, και θα πάω 'γω στο παλάτι του πατέρα μου να τους πω να κάνουν τις προετοιμασίες, να 'ρθουμε να σε συνεπάρουμε, της είπε.
-Καλά, του λέει εκείνη, μόνο πρόσεξε μην αφήσεις να σε φιλήσει η μάνα σου , γιατί θα με λησμονήσεις.
Το βασιλόπουλο της έδωσε την υπόσχεση του και ξεκίνησε για το παλάτι.
Έφτασε πολύ γρήγορα. Ούτε δρόμο, ούτε κούραση είχε καταλάβει απ' τη χαρά του. Θωρεί τον η μάνα του και τρέχει στην αγκαλιά του.
Μα κεινος δεν άφησε να τον φιλήσει, μόνο παράγειλε να ετοιμάσουνε την υποδοχή για τη νύφη. Μέχρι να γίνουνε τα σχετικά, ξάπλωσε αυτός σ' ένα καναπέ να πάρει έναν υπνάκο.
Σε λιγάκι ξυπνά, θωρεί φασαρίες, μουσικές, πανηγύρια. Ρωτά, ίντα τρέχει τη μάνα του.
-Δε μας είπες, γιε μου, να ετοιμαστούμε να πα πάρουμε τη νύφη;
-Χωρατάδες κουβεδιάζετε μάνα; Δεν είπα εγώ τέτοιο πράμα.
Σταματούνε όργανα κι ετοιμασίες. Πού να 'ξερε το καημένο το παλικάρι ότι την ώρα που κοιμότανε, η μάνα του πήγε και τον φίλησε! Πάει, ξέχασε την αγαπημένη του...
Η θυγατέρα της λεμονιάς περίμενε άδικα πάνω στο δέντρο. Έκλαψε, έκλαψε, από τα πολλά της δάκρυα γίνηκε μια λιμνούλα καθάργιο νερό κάτω απ' το δέντρο.
Οι σκλάβες του παλατιού επηγαίνανε κάθε μέρα να πάρουνε νερό. Θωρούσανε τη λιμνούλα, θωρούσανε που ζωγραφιζόταν μέσα η μούρη της λεμονθυγατέρας και νομίζανε πως ήτανε οι μούρες τους. Εσπούσαν λοιπόν τις στάμνες τους και γυρίζανε στο παλάτι δίχως νερό. Η μαγείρισσα - που ήτανε κι αυτή σκλάβα -επονηρεύτηκε κι επήρε μια-μια τις σκλάβες να τις ρωτά΄ίντα κακό τους συμβαίνει και δεν φέρνουνε πια νερό.
-Δε θωρείς τα κάλλη μου και την ομορφιά μου; Νερό μου πρέπει μένα να κουβαλώ; απαντούσανε όλες.
Μια και δυο πάει κι αυτή στην κρύα βρύση να δει τι συνέβαινε. Θωρεί που άστραφτε η λιμνούλααπ' τα ξανθά μαλλιά της κοπελιάς. Θωρεί και την κοπελιά απάνω στο δέντρο. Την παίρνει με το καλό κι αρχινά αυτή να της ανιστορεί τα βάσανά της. Η σκλάβα έκανε πως την ψυχοπονάται.
-Σαν ίντα πρέπει να γενεί, για να σε ξαναθυμηθεί το βασιλόπουλο κερά μου;
-Δε σηκώνει άλλο γιατρικό, μόνο να τον ξαναφιλήσει η μάνα του, είπε η λεμονοθυγατέρα.
Μόλις τ' άκουσε τούτο σκλάβα, δίνει μια σπρωξιά της κοπελιάς και τη φουντάρει στη λιμνούλα. Περίμενε να τη δει να χάνεται κι ανέβηκε ύστερα κείνη στο δέντρο.
Σε λίγη ώρα πάει η παραμάνα να πάρει νερό. Ακούει μια παραπονιάρικη φωνή να της λέει:
-Αχ καλή κερά μάνα, τόσο καιρό κάθομαι σε τούτο το δεντρό και περιμένω το βασιλόπουλο να 'ρθει να με πάρει. Κάμε μου τη χάρη να πεις της μάνας του να τον φιλήσει κι έτσι θα θυμηθεί κι εμένα την καημένη. Δε βαστώ πια τα βάσανα, έτσι μου 'ρχεται να δώσω μαι στη λιμνούλα να πνιγώ!
Η παραμάνα ήταν γυναίκα πονόψυχη. Πήγε γραμμή στη βασίλισσα. Της λέει την ιστορία, φιλεί αυτή το γιο της και το βασιλόπουλο θυμάται μεμιάς την κοπελιά του.
Την ίδια μέρα πήγε τρεχάτος στο δεντρό. Θωρεί μια γυναίκα που δεν του θύμιζε πράμα. Ήτανε βέβαια η ασχημομούρα η αράπισσα.
-Ποια είσαι συ, πως βρέθηκες εκεί πάνω;
- Ο ήλιος κι ο αέρας με δέρνανε τόσες μέρες, καλέ μου. Εκατάντησα σ' αυτό το χάλι, μα έχω τα θάρρρη μου στο θεό πως θα ξανάρθω στον πρώτο μου λογαριασμό...
Ίντα να κάμε και το βασιλόπούλο, παίρνει την και την πάει στο παλάτι. Λέει σ΄όλους να την προσέχουνε, μήπως και ξαναβρεί τον εαυτό της.
Αυτή δεν είχε μόνο άσχημη μούρη, είχε και κακή καρδιά. Ο κόσμος δεν την ήθελε, μα τι να κάμει; Είχανε τις ελπίδες τους πως θα κάμει τουλάχιστον ένα παιδί στο βασιλόπουλο. Μα ούτε γι'αυτό ήτανε ικανή....
Το βασιλόπουλο ήτανε καταλυπημένο. Έφευγε κάθε μέρα για κυνήγι να ξεχνάει τη στενοχώρια του...
Κάποια φορά ένας ψαράς έριχνε τα δίχτυα του στη λιμνούλα της λομονοθυγατέρας. Βγάζει ένα ψαράκι ζωντανό. Το βάζει σε μια γυάλα και το πάει χάρισμα στο παλάτι.
Η γυναίκα του βασιλόπουλου φούντωσε όντα έμαθε από που ψαρεύτηκε το ψάρι. Το΄παίρνει και σφάζει. Καθαρίζει το μοναχή της και πετάει τα λέπια του στο περβόλι. Έπειτα το μαγείρεψε και 'φαγε. Με τον καιρό, εφύτρωξε στον τόπο που είχανε πεταχτεί τα λέπια μια λεμονιά. όταν καθότανε στον ασκιανό της το βασιλόπουλο, έριχνε ανθούς και το ράντιζε. Μα σαν καθότανε η αράπισσα, έριχνε αγκάθες και την αγκυλώνανε. Μανίζει αυτή, βάνει τον περιβολάρη να κόψει τη λεμονιά. Του παράγγειλε μάλιστα να κάψει τα ξύλα και να μη δώσει κανενός ούτε κλωναράκι.
Την ώρα που κόβανε τη λεμονιά, ξεφεύγει ένα πελεκούδι κι πάει και δίνει την καμπούρα μιας γρας. Το παίρνει η γρα, πάει στο σπίτι της. Ανάβει φωτιά και το πετά κι αυτό μέσα. Ακούει τότε μια σπαραχτική φωνή: "καίγομα, καίγομα". Βγάνει το πελεκούδι όξω και πετιέται τότε ομπρός της μια όμορφη κοπελιά με ολόχρυσα μαλλιά. Η γρα φοβήθηκε να δει τέτοιο πράμα, μα λυπήθηκε το κορίτσι και το κράτησε στο σπιτάκι της.
Περνούσε έτσι ο καιρός.
Μια μέρα το βασιλόπουλο επήγαινε πάλι στο κυνήγι κι επέρασε απ' την καλύβα της γρας.
-Πήγαινε να του ζητήσει το χτένι του να χτενιστείς και μην του πεις τίποτα για μένα.
Πάει η γρα, ζητά το χτένι, της το χαρίζει το παλικάρι. Το παίρνει η κοπελιά, δένει μια τρίχα απ' τα μαλλιά της πάνω του και λέει πάλι στη γρα:
-Τρέχα μάνα να τον προλάβεις να του το δώσεις πίσω.
Πάει αυτή, τον προφταίνει και του δίνει το χτένι. Σαν το 'δε αυτός σάστισε.
-Που βρήκες κερά τη χρυσή τρίχα;
- Έχω μια μουσαφίρισσα στο σπίτι...
Το βασιλόπουλο δεν περίμενε ν' ακούσει άλλα. Γυρίζει αμέσως στο καλυβάκι της γρας. Η θυγατέρα της λεμονιάς τον περίμενε. Τη γνώρισε αυτός αμέσως. Την παίρνει στην αγκαλιά του κι αρχινά αυτή να του ανιστορεί τα βάσανα της.
Το παλικάρι δεν πίστευε στ' αυτιά του.
-Πως μπόρεσε η σκλάβα η αράπισσα να μας κάνει τέτοιο κακό; Εσύ πέρασες τόσα που δεν τα βάνει ο νους τ' ανθρώπου! Μα κι εμένα τόσο καιρό με κοροΐδευε! Έννοια σου και θα 'βρει την τιμωρία που της αξίζει...
Παίρνει το βασιλόπουλο την κοπελιά και πηγαίνουνε μαζί στο παλάτι. Την αφήνει να περιμένει στο περβόλι. Πάει αυτός και συγκαλεί τη μάνα, τον πατέρα, τους αυλικούς του και την αράπισσα. Γυρίζει τότε και της λέει σοβαρός:
-Για πες μας τουλόγουσου που καταλαβαίνεις πολλά. Αν έχεις ένα πράμα δικό σου αφημένο σ' έναν τόπο και πάει άλλος σου το πάρει και του το χαλάσει, σαν ίτνα τιμωρία λες πως του πρέπει;
-Μα θέλει θεογνωσία άντρα μου; Φυλακή του πρέπει....
Διατάζει τότε το βασιλόπουλο να της κάμουνε την τιμωρία που διάλεξε μοναχή της. Φωνάζει ύστερα της λεμονιάς τη θυγατέρα και την παρουσιάζει σ' όλους.
-Αυτή θα είναι η βασιλοπούλα μας!
Σε λίγες μέρες παντρευτήκανε με χαρές και γλέντια.
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα....


Δεν υπάρχουν σχόλια: