6.02.2013

Ο αράπης και η φτωχοπούλα

Ήταν μαι φορά κι έναν καιρό ένας γέρος φτωχός, μα τόσο φτωχός, που δεν είχε ούτε αλάτι. Ζούσε με τις κόρες του, που ήταν όμορφες σαν τα κρύα τα νερά. Σπίτι δεν είχαν κι έμεναν σε  μια καλύβα, ρούχα δεν είχαν και  φορούσανε κουρέλια. Μα και φαγητό δεν είχαν πολλές φορές να φάνε κι έμεναν  νηστικοί.
Μια μέρα λέει ο γέρος στις κόρες του:
-Θα πάρω 'γω, παιδιά μου, ένα καλάμι να πάω να ψαρέψω. Αν πιάσω κανένα ψάρι θα το ψήσουμε να φάμε, μην πεθάνουμε της πείνας....
Παίρνει κιόλας ο γέρος το καλαμάκι του και πάει στην ακροθαλασσιά.
Καθίζει πάνω σ' ένα βράχο, βάζει δόλωμα στ' αγκίστρι του και το ρίχνει στη θάλασσα. Δεν άργησε να πιάσει το πρώτο ψάρι του. Στάθηκε τυχερός εκείνη την ημέρα. Μέχρι το μεσημεράκι είχε βγάλει μια καλή ψαριά.
-Θα φάμε σήμερα σαν άνθρωποι, δόξα το Θεό, σκεφτόταν στο δρόμο της επιστροφής. Γύρισε στο καλυβάκι του ολόχαρος.
Την άλλη μέρα ξαναπάει ο γέρος για ψάρεμα. Κάθεται στον ίδιο βράχο και περιμένει τα ψαράκια να τσιμπήσουν το αγκίστρι του. Περιμένει, περιμένει, μα του κάκου. Η ώρα περνούσε και στο πανέρι του δεν υπήρχε ούτε ένα ψάρι.
-Ίντα θα κάνω εδά ο κακομοίρης, μονολογούσε. Νηστικά θ' αφήσω τα κορίτσια μου; Αχ!
Ώσπου να πει το "αχ!"άνοιξε αμέσως ο βράχος που ήτανε δίπλα και ξεπρόβαλε ένας αράπης.
-Τι με θέλεις γεροντάκι;
Το γεροντάκι φοβήθηκε άμα είδε τον αράπη.
-Μα δεν σε φώναξα εγώ, αράπη μου!
-Τότε ποιο φώναξε τ' όνομα μου, παρακαλώ; Βλέπεις κανέναν άλλο εδώ γύρω;
-Μα ποιο είναι τ' όνομα σου αράπη μου;
-"Αχ" είναι τ' όνομα μου, αφού κάνεις πως δεν το ξέρεις.
-Όφου, όφου, εγώ ο κακομοίρης είπα το "αχ", όχι για να σε φωνάξω, μα επειδή αναστέναξα.
-Και γιάντα αναστενάζεις παππού; τον ρώτησε πιο μαλακά τώρα ο αράπης.
-Να, περίμενα πως θα 'βγαζα σήμερα κάνα ψαράκι για τα κορίτσια μου, μα ήμουν άτυχος, άδειο θα γυρίσω το πανέρι μου, Έχουμε μεγάλη φτώχεια, καμιά μέρα θα πεθάνουμε από την πείνα. Δεν με νοιάζει για μένα, είμαι γέρος καθώς βλέπεις, μα σκέφτομαι τις κόρες μου που είναι νιες κι όμορφες.
-Δε λες, γεροντάκι μου, στις κόρες σου, αν θέλει καμία να τηνε πάρω γυναίκα μου; Έχω άφθονα πλούτη και θα ζήσει όπως θέλει.
-Να 'σαι καλά αράπη μου, θα τους το πω κι ας κρίνουν μοναχές τους.
Αποχαιρετίστηκαν και τράβηξε ο γέρος στο καλυβάκι του. Βρίσκει τις κόρες του, καθίζει και τους ανιστορεί τι έγινε. Μόλις τελείωσε, πετάγεται η μεγαλύτερη κόρη:
-Δεν πάω εγώ να ζήσω μ' ένα αράπη που δεν τονε ξέρω καν.
-Ούτε εγώ πάω να ζω κάτω απ' το βράχο, απάντησε η δεύτερη.
-Εγώ θα πάω! είπε η μικρότερη. Καλύτερα με τον αράπη παρά με την πείνα και τα κουρέλια μας.
Την άλλη μέρα πρωί - πρωί πάει με τον πατέρα της στο βράχο του αράπη. Αναστενάζει  ο γέρος κι ανοίγει αμέσως ο βράχος Παρουσιάζεται μπρος τους ο αράπης.
-Καλή σου μέρα, αράπη μου, σου έφερα τη θυγατέρα μου, είπε ο γέρος.
Γυρίζει τότε ο αράπης προς την κοπελιά. Την καλοκοιτάζει και της λέει:
- Θέλεις στ' αλήθεια να καθίσεις μαζί μου; Δε θα στεναχωριέσαι;
-Θέλω! Αν δεν ήθελα δε θα 'ρχόμουνα.
-Μα καλά να το σκεφτείς, γιατί θα κλειστείς μέσα στο βράχο και δε θα βλέπεις άνθρωπο.
-Δε με πειράζει εμένα αράπη μου, ας μη βλέπω κι ανθρώπους!
Πατέρας και κόρη τότε αποχαιρετίστηκαν. Ο αράπης πήρε τη γυναίκα του και μπήκανε στο βράχο. Έκλεισε ο βράχος αμέσως κι άφησε το γέρο απόξω. Μέσα στο βράχο ήταν ένα παλάτι πολύ μεγάλο. Η φτωχοπούλα θαμπώθηκε απ' την ομορφιά του. Δε χόρταινε να κοιτάει από 'δω κι από 'κει. Είχε πλούτη άφθονα. Περάσανε κι από μια αυλή γεμάτη απ' όλα τα ήμερα ζώα κι από ένα άλλο μέρος γεμάτο από τα ομορφότερα πουλιά του κόσμου. Αυτά μόλις είδαν την κοπέλα άρχισαν να κελαηδούν όμορφους σκοπούς. Η φτωχοπούλα τρελαινότανε να τ' ακούει.
Πήγαν ύστερα στις αποθήκες που ήταν κι αυτές γεμάτες απ' όλα τα καλά του κόσμου. Στην τελευταία που συνάντησαν υπήρχαν πολλά βαρέλια με κρασί και με κάθε λογής πιοτό. Ένα βαρέλι ξεχώριζε απ' όλα τ' άλλα. Ο αράπης το έδειξε στη φτωχοπούλα και της είπε:
-Απ' όλα τα πιοτά θα πίνεις, κοπελιά μου, μόνο από τούτο το βαρέλι δε θα δοκιμάσει. Από αυτό θα πίνω μοναχά εγώ. Αν πιεις εσύ, θα γίνεις αμέσως όπως ήσουνα και πρώτα.
Πήγαν ύστερα σ' άλλες κάμερες στολισμένες με ασήμια και χρυσάφια. Άνοιξε ο αράπης ολόχρυσες ντουλάπες κι έντυσε τη φτωχοπούλα με φανταχτερά φορέματα. Πρόσταξε έπειτα τους σκλάβους και τις σκλάβες του να την υπηρετούν.
Ζούσε σαν βασίλισσα μέσα στο παλάτι του αράπη. Τίποτα δεν της έλειπε. Άφθονα και πλούσια φαγητά, πιοτά, φορέματα. Είχε και τη φροντίδα του αράπη της.
Μα δεν έμεινε πολύ καιρό ήσυχη. Ήθελε να δοκιμάσει από το πιοτό που έπινε ο αράπης. Νόμιζε πως θα γινότανε καλύτερη τότε και δυνατή σαν εκείνον.
Περίμενε μαι μέρα κι έφυγε ο αράπης. Πήγε στο κελάρι, πήρε το ποτήρι του και ήπιε.
Δεν είχε τελειώσει και χαθήκανε όλα από μπροστά της. Και οι όμορφες αυλές και τα ωραία πουλάκια και τα χρυσά φορέματα. Βρέθηκε στο βουνό απάνω, ανάμεσα στους θάμνους, ξυπόλυτη και με τα παλιά κουρέλια της. Μόνο το ποτήρι του αράπη κρατούσε ακόμη στα χέρια της.
Τότε κατάλαβε τι λάθος έκανε. Στεναχωριότανε, έκλαιγε, φώναζε, μα ήτανε πια αργά. Γύρισε στη φτωχική της καλύβα και ζούσε πάλι με πείνα και βάσανα, σαν και πρώτα....


Κλαίει τώρα και πονεί
μα δεν της φταίει και κανείς
το κεφάλι της της φταίει
και για κείνο κλαιει, κλαίει. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: