2.25.2013

Η πρώτη μου πεζοπορία

Τελικά οι πολλές αφηγήσεις παραμυθιών, ιστοριών και οι άπειρες συζητήσεις με τα παιδιά έχουν αποτέλεσμα. Παρακολουθούσα τον πεντάχρονο γιόκα μου να περιγράφει στη γιαγιά του, το πως πέρασε την προηγούμενη μέρα στην εκδρομούλα που είχαμε πάει. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και πήρα χαρτί και μολύβι και κατέγραψα τα λόγια του, γιατί ενθουσιάστηκα με τον ειρμό της σκέψης και του λόγου του. Ως γνήσια "μαμά κουκουβάγια" θα μοιραστώ μαζί σας,- χωρίς καμία δική μου διορθωτική παρέμβαση - την πρώτη ...προφορική...  έκθεση του γιόκα μου:

   Εχθές το απόγευμα συναντηθήκαμε με τους φίλους μας και πήγαμε πεζοπορία. Όταν φτάσαμε στο καταφύγιο ΦΛΑΜΠΟΥΡΙ, γράψαμε τα ονόματα μας και ξεκινήσαμε.

   Περπατήσαμε, περπατήσαμε... και φτάσαμε σε ένα μονοπάτι που έπρεπε να σκαρφαλώσουμε. Εγώ τα κατάφερα μια χαρά και προχωρούσα γρήγορα, αλλά η μαμά έτρεχε να με φτάσει και χτύπησε το πόδι της. Ε, σε ένα σημείο, έπεσα και εγώ, αλλά με σήκωσε ο οδηγός μας, που είχε δώσει και ένα μπαστούνι στη μαμά για να ανέβει την ανηφόρα πιο εύκολα.

    Όταν βγήκαμε στο δρόμο, αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε άλλη διαδρομή για να φτάσουμε στο καταφύγιο. Όπως περπατούσαμε, το φεγγάρι μας φώτιζε το δρόμο, όπως ήταν στρογγυλό και είδαμε πολλά αστέρια στον ουρανό, που δεν φαίνονται στην πόλη. 

    Σε κάποια σημεία όμως, ήθελα να βλέπω πάρα-πάρα πολύ καλά, γι αυτό άναβα τον μικρό μου φακούλι.  Έτσι κάποια στιγμή, είδαμε έναν βάτραχο. Ήταν ένας μικρός βάτραχος. Το σώμα του ήταν πράσινο με μαύρες βούλες. Πηδούσε, τινάζοντας τα πίσω του πόδια και κατέβηκε τον γκρεμό χωρίς να πέσει. Μετά ο βάτραχος συνέχισε για τον προορισμό του, αλλά εμείς δεν τον βλέπαμε πια. 

    Εμείς, συνεχίσαμε το δρόμο μας, μέχρι το καταφύγιο. Καθίσαμε σε ένα κίοσκι, από όπου φαίνονταν τα φώτα της πόλης από ψηλά και ξεκίνησα, εγώ, να παίζω. Έτρεχα πάνω-κάτω και μετά σκόνταψα σε ένα "βράχο", που δεν είδα και ζήτησα το φακό από τη μαμά, για να εξερευνήσω το σημείο που έπεσα. Όταν βρήκα την πέτρα, την κλότσησα μακρυά. 

     Μετά η μαμά, βρήκε την ιδέα, να πάμε στο καταφύγιο, για να φάμε. Εκεί φάγαμε σοκολατόπιτα και καρυδόπιτα, η μαμά ξεκούρασε το πόδι της και μετά μας βρήκαν και οι φίλοι μας!
Παραγγείλαμε και φαγητό, αλλά εγώ έφαγα μόνο σαλάτα, επειδή μου φαίνονταν πολύ ωραία. 
    Μετά η μαμά μιλούσε με τους φίλους μας κι εγώ ήμουν πολύ κουρασμένος και κοιμήθηκα σε έναν πάγκο μέχρι να φύγουμε.








1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

...και περάσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα... :)